- οχλοκοπώ
- ὀχλοκοπῶ, -έω (Α) [οχλοκόπος]επιδιώκω να αποκτήσω την εύνοια τού λαού με κάθε μέσο και ιδίως με τις κολακείες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀχλοκόπῳ — ὀχλόκοπος mob courtier masc dat sg ὀχλοκόπος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)